προοικονομώ

προοικονομώ
-έω, Α [οἰκονομῶ]
1. οικονομώ, διευθετώ εκ τών προτέρων, καταστρώνω σχέδιο
2. μέσ. προοικονομοῡμαι
(ρητ.) προτάσσω στον λόγο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • προοικονομία — ἡ, ΜΑ [προοικονομῶ] η διευθέτηση εκ τών προτέρων, η προετοιμασία σχεδίου που ακολουθείται στη συνέχεια …   Dictionary of Greek

  • προοικονομικώς — Α επίρρ. σύμφωνα με την προοικονομία, με την κατάστρωση σχεδίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προοικονομῶ, μέσω αμάρτυρου επιθ. *προοικονομικός + επιρρμ. κατάλ. ῶς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”